- διαιτάριος
- διαιτάριος, ο (Μ)1. δικαστής μικροϋποθέσεων2. επιμελητής, οικονόμος σπιτιού ή παλατιού3. κατώτερος αξιωματούχος, κατώτερος υπάλληλος4. γιατρός ή νοσοκόμος που καθορίζει και παρακολουθεί τη δίαιτα ασθενούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίαιτα + (επίθημα) -άριος (πρβλ. -αρης*)].
Dictionary of Greek. 2013.